Pageviews past week

Wednesday, June 25, 2014



ΖΗΤΗΜΑ ΘΕΛΗΣΗΣ                            10-03-2014

- Καλησπέρα γιαγιά! Τα χείλη της Έλλης χαμογελούσαν, αλλά όχι και τα μάτια της, λεπτομέρεια που δεν πέρασε απαρατήρητη από το διεισδυτικό βλέμμα της ηλικιωμένης γυναίκας.
- Καλώς το κορίτσι μου! Έλα κάτσε… Μετακινήθηκε ελαφρά πάνω στον καναπέ απέναντι στο τζάκι, όπου καθόταν, χτυπώντας συγχρόνως την ανοιχτή της παλάμη πάνω στον κενό χώρο πλάι της.
-  Έλα, κάτσε εδώ δίπλα μου… επανέλαβε.
Η κοπέλα κάθησε σιωπηλή, ενώ το χαμόγελο είχε σβήσει πλέον και από τα χείλη της. Το βλέμμα της καρφώθηκε στις φλόγες του τζακιού σαν υπνωτισμένης.
- Άσε με να μαντέψω… Πάλι ήρθε σπίτι μεθυσμένος;
Σα να την ξύπνησαν από λήθαργο τα λόγια της γιαγιάς της, τράβηξε τα μάτια της από τη φωτιά και τα’ ριξε στο πάτωμα.
- Κι όχι μόνο… είπε σχεδόν ψιθυριστά. 
- Τόλμησε ν’ απλώσει ξανά τα ξερά του πάνω σου; Η φωνή της γιαγιάς ανέβηκε κάποιες οκτάβες, σπίθες πετούσαν τα γέρικα μάτια….
Αντί γι’ απάντηση η Έλλη έσκυψε κι άλλο το κεφάλι.
- Αν ζούσε ο μακαρίτης ο πατέρας σου δε θα τολμούσε… Θα του τα’ κοβε απ’ τη ρίζα …. ξαναπήρε το λόγο έξαλλη εκείνη.
- Ούτε ο πατέρας μου, ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος δε θα μπορούσε να το αποτρέψει όλο αυτό!…. Κανείς! σήκωσε το κεφάλι και τη φωνή η Έλλη. ….παρά μονάχα εγώ…. συνέχισε σε χαμηλότερο τόνο. Έφυγα από το σπίτι! δήλωσε κατόπιν κοφτά.
Οι δύο γυναίκες αναμετρήθηκαν τρυφερά με το βλέμμα.
- Είσαι σίγουρη πως θα τα καταφέρεις να μείνεις μακριά του; έσπασε τη σιωπή η γιαγιά. Κι άλλες φορές…. έκανε να συνεχίσει.
- Ξέρω, ξέρω! Αυτή τη φορά όμως είμαι αποφασισμένη! τη διέκοψε η κοπέλα. Γιαγιάκα μου, μη μ’ αφήσεις να τον ξαναπλησιάσω ποτέ! Συνέχισε μ’ ένα λυγμό και χώθηκε στην ασφάλεια της γνώριμης αγκαλιάς.
- Αγάπη μου, μόνη σου το είπες, αν δεν αποφασίσεις εσύ να βοηθήσεις τον εαυτό σου, κανείς δεν μπορεί να το κάνει…. της ψιθύρισε τρυφερά η γυναίκα, ενώ το αποστεωμένο γέρικο χέρι χάιδευε το ξανθό κεφάλι της εγγονής της. Εκείνη το ανασήκωσε και την κοίταξε ίσα στα βουρκωμένα, γεμάτα ανησυχία μάτια.
- Αρκετά αδίκησα τον εαυτό μου γιαγιά. Αυτή τη φορά θα κάνω ό,τι μου πεις. Στην ανάγκη δέσε με! Δε θα του δώσω την ευκαιρία να με τουμπάρει ξανά με κλάματα και υποσχέσεις…
- Τότε δεν πρέπει να τον ξαναδείς, ούτε να του μιλήσεις. Καθόλου! Ούτε απ’ το τηλέφωνο!  Δε χρειάζεται να του εξηγήσεις τίποτα. Ό,τι χρειαστεί θα του το εξηγήσει ο δικηγόρος μας. Εσύ ούτε κουβέντα! Σύμφωνοι;
- Κι αν έρθει εδώ γιαγιά μου; Ή αν με βρει κάπου έξω;
- Δε θα του ανοίξουμε και, στην ανάγκη, θα καλέσουμε την αστυνομία. Έξω προς το παρόν δε θα βγαίνεις παρά μόνο μαζί μου. Κι ας τολμήσει να μας πλησιάσει!….
- Ναι γιαγιάκα μου. Θα κάνω ό,τι μου πεις εσύ. Έχω φοβηθεί τον εαυτό μου πια! Φαίνεται πως με κάποιο τρόπο καταφέρνει να ναρκώνει τη λογική μου, ν’ ακυρώνει τη θέλησή μου ο άνθρωπος αυτός!!
- Σήμερα κιόλας θα ξεκινήσεις να βλέπεις εκείνη τη φίλη μου την ψυχολόγο. Δε θα του επιτρέψουμε να ξαναναρκώσει τη λογική σου!
Κοιτάχτηκαν στα μάτια κάποιες στιγμές δίχως να μιλούν. Ένα δάκρυ πήρε να κατηφορίζει στο μάγουλο της Έλλης.
- Τέρμα πια τα δάκρυα καρδιά μου! έκανε η γιαγιά μ’ ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο, σκουπίζοντάς το. Τώρα πρέπει μόνο να γελάς γιατί ο εφιάλτης μόλις τέλειωσε για σένα. Τώρα μπορείς να πεις «καλημέρα» ξανά στη ζωή… Γυρίζουμε σελίδα!
- Γυρίζουμε σελίδα… ψέλλισε η Έλλη και χαμογέλασε δειλά κι αυτή…   


 

                                ΔΙΠΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Η Νικόλ ήταν το φίδι που τρέφει κανείς στον κόρφο του. Μεταφορικά βέβαια, αλλά το «τρέφει»στην κυριολεξία. Ξύπναγα κάθε πρωί στις 6 για να μαγειρέψω για την οικογένεια, να βρούμε ένα πιάτο φαΐ σα θα γυρνούσαμε το μεσημέρι απ’ τη δουλειά και τα σχολειά. Και ανελλιπώς μαζί με μας έμπαινε στο αμάξι καθημερινά και το ταπεράκι για τη Νικόλ, το οποίο και καταβρόχθιζε άκρως βουλιμικά πάραυτα, «τώρα που είναι ζεστό», δίχως καν να περιμένει την ώρα του μεσημεριανού.
Η Νικόλ είχε έρθει από το νησί προς αναζήτηση εργασίας, την οποία και βρήκε στο μαγαζί του «καλού» μου. Τη συμπάθησα πριν καλά καλά τη γνωρίσω, σαν τον άκουσα να εξαίρει την εργατικότητα, τη συνέπεια και την αφοσίωσή της. Επιτέλους άκουγα καλό λόγο απ’ το στόμα του για άνθρωπο και δη για υπάλληλό του! Δεν ήταν και μικρό το κατόρθωμά της! Της άξιζαν εύσημα! Όταν δε εκείνος άρχισε να μου διηγείται τις δυσκολίες της, μόνο του το κορίτσι σε ξένο τόπο, με οικονομικές δυσκολίες  («τι να πρωτοπληρώσει με τα λεφτά που της δίνω εγώ» - πάλι καλά που αναγνώριζε το πόσο εκμεταλλευτής των άλλων ήταν…), το μητρικό μου ένστικτο δεν άργησε να κάνει αισθητή την παρουσία του (ήταν και κοντά στην ηλικία των παιδιών μου εκείνη – «μακάρι να βρεθεί ένα χέρι και για τα δικά μου τα παιδιά σα θα βρεθούν σ’ ανάγκη» σκεφτόμουν) κι έτσι την ανέλαβα υπό την προστασία μου.
Έτσι άρχισα να νιώθω υπεύθυνη για κείνη. Μετά ήμουν και περήφανη για τον άντρα μου, που έδειχνε να νοιάζεται για ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα πέραν του εαυτούλη του – φαίνεται πως τα χρόνια κηρύγματά μου περί αλληλεγγύης και αγάπης προς τον πλησίον είχαν αρχίσει να πιάνουν τόπο και να αποδίδουν καρπούς - γι’ αυτό και θέλησα να τον ενθαρρύνω. Σαν έμαθα δε από τον ίδιο πως το κορίτσι περνούσε τα βράδια και τις Κυριακές της κολλημένη στο DVD, του πρότεινα να την καλέσει για φαγητό κάποια Κυριακή. Σταδιακά έγινε η Νικόλ ένθερμη οπαδός της κουζίνας μου, κολλητή των παιδιών μου, μας ακολουθούσε σε εξόδους και εκδρομές ενώ τα μισά βράδια κοιμόταν σπίτι μας – ….πού να’ τρεχε νυχτιάτικα, χώρος άλλωστε υπήρχε…
  Αλλά και κείνη δεν παρέλειπε να εκδηλώνει την ευγνωμοσύνη της με λόγια και πράξεις,  κάνοντάς μας μικροδωράκια και βοηθώντας όπου μπορούσε. Αξιολάτρευτο το κορίτσι! Την είχα βάλει μές στη καρδιά μου και χαιρόμουν που ήταν τόσο αποδεκτή από όλους μας. Ένιωθα πως επιτελούσαμε θεάρεστο έργο, είχαμε κερδίσει τον Παράδεισο! Με απασχολούσε μοναχά που δεν έδειχνε να κοινωνικοποιείται περαιτέρω - μετά από τόσο καιρό στη πόλη μας, ήμασταν η μόνη της συντροφιά - αλλά ούτε και να νοιάζεται, σα νέα κοπέλα, για το άλλο φύλο. «Μου εξομολογήθηκε μια ερωτική της απογοήτευση, γι’ αυτό έφυγε κι από το νησί και γι’ αυτό τώρα είναι τόσο επιφυλακτική με όλους…» έσπευσε να τη δικαιολογήσει ο «καλός» μου μόλις του έθιξα το θέμα. «Πρέπει να της μιλήσεις, να τη βοηθήσουμε την καημένη» με παρότρυνε. Κι άλλο που δεν ήθελα εγώ, άρχισα την ψυχολογική της υποστήριξη, ακολουθώντας, πέρα από τη μητρική στοργή, κι όλα τα τερτίπια του επαγγέλματος. Αλλά αποτέλεσμα μηδέν! Εμένα όμως έδειχνε πλέον να με θεωρεί θεό της….
Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα συνέχιζε ή μάλλον θα συνέχιζαν να με κοροϊδεύουν οι δυο τους, αν δεν είχα ξεχάσει τη ζακέτα μου στο μαγαζί κείνη τη μέρα. Είχε πάρει να φθινοπωριάζει και η βραδινή ψύχρα μου θύμισε πως, με το μεσημεριανό ήλιο, είχα ξεχάσει τη ζακέτα μου και γύρισα να την πάρω πριν επιστρέψω σπίτι. Ήταν ήδη κλειστό το μαγαζί, αλλά ευτυχώς είχα τα κλειδιά μου. Μπήκα και την εντόπισα στην καρέκλα, όπου την είχα αφήσει λίγες ώρες πριν, όμως απόρησα γιατί δίπλα της είδα και το τσαντάκι του. «Πώς έφυγε χωρίς να το πάρει;» σκέφτηκα και πλησίασα τη σκάλα από όπου ακούγονταν κάποιοι ψίθυροι. Ανέβηκα νυχοπατώντας με την υποψία ν’ ανταριάζει την ψυχή μου: τελευταία διαισθανόμουν ότι κάτι δεν πάει καλά. «Λες να μ’ απατάει;» είχα εξομολογηθεί στη Νικόλ. Αλλά πάλι δεν μπορούσα να το πιστέψω στ’ αλήθεια, αυτός ήταν τόσο απόλυτος και κατηγορηματικός σε θέματα συζυγικές πίστης! Διαρρήγνυε τα ιμάτιά του με τους μοιχούς κι εμένα μου’ χε κάνει το βίο αβίωτο με τη ζήλια του. Δε μπορεί να’ κανε ο ίδιος αυτό που τόσο έντονα κατηγορούσε στους άλλους! Ωστόσο πλησίασα όσο πιο αθόρυβα γινόταν στην πηγή των ήχων για ν’ αντικρίσω το πιο σοκαριστικό θέαμα που είχα αντικρίσει ποτέ στη ζωή μου: εκείνον, με τα παντελόνια κατεβασμένα ως τον αστράγαλο, να κάθεται στο σκαμνί που χρησιμοποιούσαν για να φτάνουν στα ψηλότερα ράφια, και τη Νικόλ καθισμένη σ’ εύγλωττη στάση πάνω του…. Δεν ξέρω αν η δική του προδοσία με πόνεσε περισσότερο από τη δική της… Ένιωσα διπλά, πολλαπλά προδομένη, εξαπατημένη...
Τον πρώτο καιρό μετά απ’ αυτό με είχε κυριεύσει ένας άγνωστος ως τότε σε μένα κυνισμός κι αναφερόμουν πολύ συχνά στο απόφθεγμα «ουδείς μεγαλύτερος εχθρός από ευεργετηθέντα αχάριστο», που είχε γράψει με μεγάλα γράμματα στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού της μια τοπική ιδιόρρυθμη (τρελή την αποκαλούσαν αλλά μάλλον σοφή ήταν τελικά) μεγάλη ζωγράφος. Έλεγα πως δεν θα ξαναεμπιστευτώ άνθρωπο, πως δεν θα ξαναπλώσω το χέρι μου σε κανέναν, αλλά με τον καιρό κι όσο ο πόνος αμβλύνονταν, απέρριπτα παρόμοιες σκέψεις, ώσπου ν’ αντιληφθώ τελικά πως η ζωή δεν είναι ζωή αν πρέπει να φυλάς συνεχώς τα νώτα σου από αόρατους εχθρούς... Και ξαναεμπιστεύτηκα, και ξαναπλωσα τα χέρια μου, και ξανάνοιξα την αγκαλιά μου στους ανθρώπους, εν γνώσει μου όμως πλέον και συνειδητά πως οι σχέσεις με τους άλλους εμπεριέχουν πάντα ένα ποσοστό ρίσκου, όπως το κάθε τι στη ζωή, αλλά σε πλουτίζουν όσο τίποτε άλλο. Προτίμησα να σχετίζομαι μ’ εμπιστοσύνη ρισκάροντας να ξαναπληγωθώ, παρά να παραμένω σε μια ασφαλή απομόνωση. Κι επιβεβαίωσα έτσι και το άλλο απόφθεγμα που λέει: «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό», και καλύτερο άνθρωπο, προσθέτω εγώ….  

30-10-2013

ΕΡΩΣ ΕΡΓΟΝ ΠΑΡΕΡΓΟΝ

          Η Νέλλυ ξύπνησε μ’ ένα βάρος στο στήθος. Με κόπο ανασήκωσε το βαρύ μπράτσο του άγνωστου άντρα που κοιμόταν ροχαλίζοντας πλάι της. Έστρεψε το κεφάλι της και τον κοίταξε με απέχθεια. Σηκώθηκε με προσοχή, έριξε πάνω της τη δαντελένια ρόμπα, φόρεσε τις παντόφλες της και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Το στομάχι της ανακατεύονταν επικίνδυνα: το είχε παρακάνει με τα σφηνάκια το προηγούμενο βράδυ. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη: οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της μαρτυρούσαν κι αυτοί τις χθεσινοβραδινές κραιπάλες.
          Έτσι εξηγούνταν και το άγνωστο –πλην όμως οικείο πλέον- κορμί στο κρεβάτι της: δε συνήθιζε να τους κρατά όλη νύχτα και μάλιστα στο σπίτι της! Οι πελάτες της ήταν κύριοι: την πήγαιναν στα ακριβότερα ξενοδοχεία. Και φυσικά την ακριβοπλήρωναν, προκαταβολικά πάντα. Έτσι, αφού αυτή τους έκανε όλα τα χατίρια, τους οδηγούσε ύπουλα στην αγκαλιά του Μορφέα  και το’ σκαγε μες στη νύχτα σαν τον κλέφτη. Ήθελε να κοιμάται στο κρεβάτι της και μόνη! Άλλο η δουλειά κι άλλο η ζωή…
          Κάθησε στη λεκάνη της τουαλέτας αφηρημένη. «Τι να κάνω τώρα μ’ αυτόν;» αναρωτήθηκε. Ήταν πάντα τόσο σίγουρη για τον εαυτό της στη δουλειά, έως αλαζονική κάποιες φορές, αλλά μέσα στο σπίτι της ένιωθε ευάλωτη. Και τώρα ένιωθε σα να’ χε τρυπώσει ο εχθρός μες στο οχυρό της ή σα να την είχαν πιάσει στα πράσα. Όπως τότε μικρή όταν την έπιασε η μαμά της με το χέρι μες στο βρακάκι και την έσπασε στο ξύλο. «Δεν τ’ αγγίζουν αυτά τα μέρη!» της είχε πει, «ντροπή σου!».
          Μα πώς της ήρθε τώρα αυτό στο μυαλό; Αλήθεια ποιος ξέρει τι θα’  λεγε η μάνα της αν ήξερε τι έκανε και πώς ζούσε! Χαμογέλασε πικρά στη σκέψη αυτή. Όχι, η μάνα της δεν ήθελε να ξέρει. Προτιμούσε να κρατά τα προσχήματα και να κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Της αρκούσαν οι βόλτες που την πήγαινε ένα Σαβ/κο το μήνα η Νέλλυ με το ακριβό αμάξι που είχε αποκτήσει με …την τίμια δουλειά της σε λογιστικό γραφείο, το «χαρτζηλίκι» που της κατέθετε στο λογαριασμό της στην τράπεζα και τα δώρα που της πήγαινε κάθε φορά. Ποτέ της η μάνα της δεν έδειξε ν’ αναρωτιέται ποιος υπάλληλος σε λογιστικό γραφείο θα έπαιρνε ποτέ τόσο βαρβάτους μισθούς ώστε να μπορεί ν’ αντιμετωπίσει παρόμοια έξοδα, κι είχε έτσι αναπαμένη τη συνείδησή της.
          Η Νέλλυ δεν ήταν ηλίθια. Η υποκρισία του καθωσπρεπισμού της μικροαστικής της οικογένειας –κι όχι μόνο- της έσπαγαν ανέκαθεν τα νεύρα. Το «τι θα πει ο κόσμος» ήταν ψωμοτύρι στο στόμα τους. Σα να λέμε κάνε ό,τι θες, όσο αισχρό κι αν είναι, αρκεί να μη γίνει γνωστό στους γνωστούς, αρκεί να μη λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Αρκεί να κρύβεσαι πίσω απ’ το δάχτυλό σου. Στην ουσία αυτή την υπόγεια, την υποκριτική και έμμεση, δίχως λόγια συμβουλή ακολούθησε κι εκείνη σαν κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει με τις πέντε δεκάρες το μήνα που της έστελναν οι γονείς της.
          Το επάγγελμά της, που συγχρόνως με τις σπουδές της ακολούθησε σα διαπίστωσε πόση πέραση είχε στους άντρες, της εξασφάλιζε μια άνετη ζωή. Και το συνέχισε κι αφού πήρε το πτυχίο της ΑΣΟΕ, παράλληλα με την κάλυψη των λίγων ωρών στο λογιστικό γραφείο, όπου είχε κάνει και την πρακτική της. Άλλωστε δεν ήταν καμιά πουτάνα της σειράς, του πεζοδρομίου αυτή! Τη Νέλλυ δεν την επέλεγαν, τους επέλεγε! Και ήταν περιζήτητη σαν συνοδός πολυτελείας σε ώριμους  ευκατάστατους κυρίους (δηλ. σε ματσωμένα λιγούρικα γεροσάψαλα όπως αντέτασσε στον εαυτό της κάθε φορά που πήγαινε να της «χρυσώσει το χάπι» ή να της «ζαχαρώσει το σκατό» κατά το λαϊκότερον). Δούλευε με μέτρο και διακριτικότητα (δυο-τρεις φορές το μήνα το πολύ και μακριά από το καθημερινό της περιβάλλον, σ’ άλλη σφαίρα, σ’ άλλο πλανήτη..) μα κυρίως όντας νηφάλια και συνειδητή. ….
          Η σκέψη της ξαναγύρισε στον ξένο, που’ χε απλωθεί πάνω στο στρώμα της, όπως προηγουμένως είχε απλωθεί επάνω στο κορμί της. Άρχισε σταδιακά να θυμάται την εξέλιξη της χθεσινής βραδιάς. Όχι δεν ήταν ένας απ’ τους γηραιούς πελάτες, που την πλησίαζαν στα γνωστά στέκια με τον ορθόδοξο-συμβατικό τρόπο. Αυτός ήταν ένας τύπος που της την έπεσε τυχαία και χυδαία σ’ ένα μπαράκι όπου τα’ πινε από ώρα με τις φίλες της. Τα’ πινε για τα γαλάζια μάτια του παλικαριού στη μπάρα. Δεύτερη συναπτή φορά που τον συναντούσε και δεύτερη συ- ναπτή φορά που δεν καταδέχτηκε μήτε να την κοιτάξει. Μεγάλο πλήγμα στην αυταρέσκειά της… Δέχτηκε το καμάκι του γελοίου μόνο για να του την μπει του αλλουνού. Είπαμε, ήταν ήδη πιωμένη. Αλλά να που ο γελοίος της κατσικώθηκε τελικά στο σπίτι και στο κρεβάτι. Και την πήδηξε κατά τα φαινόμενα, στο τζάμπα εννοείται… Της ήρθε να ξεράσει. «Όχι κι έτσι ρε Νέλλυ! Πολύ χαμηλά έπεσες!» μουρμούρησε.
          Επέστρεψε στο δωμάτιο νυχοπατώντας για να μην τον ξυπνήσει. Άνοιξε την ντουλάπα της και διάλεξε ένα τζην κι ένα μπλουζάκι. Μετά βάφτηκε ελαφρά και χτενίστηκε. Ήθελε να’ ναι ευπρεπής όταν ο άλλος θα ξυπνούσε λες και, αν την έβλεπε έτσι ντυμένη απλά σαν οποιοδήποτε 24χρονο κορίτσι, θα ξεχνούσε τι είχε προηγηθεί ανάμεσά τους εκείνη τη νύχτα. Τον κοίταξε κάμποσο αναποφάσιστη για το ποιο έπρεπε να’ ναι το επόμενο βήμα της. Τελικά πήγε στην κουζίνα κι άναψε την καφετιέρα. Ίσως η μυρωδιά του καφέ τον ξυπνούσε επιτέλους. Άνοιξε και το ράδιο για πιο σίγουρο αποτέλεσμα.
          Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να τον πετάξει έξω με το γάντι. Ένιωθε εντελώς αναχύρωτη, ανασφαλής. Δεν ήξερε να εφευρίσκει δικαιολογίες, να είναι διπλωματική.  Με τους πελάτες της η σχέση ήταν ξεκάθαρη, υπήρχε άγραφο συμβόλαιο, πρωτόκολλο. Με τούτον εδώ όμως δεν ήξερε πώς να φερθεί. Με τι ορέξεις θα ξυπνούσε άραγε; Και πώς θα μπορούσε η ίδια να τις αναχαιτίσει; Ο θόρυβος από το καζανάκι την πληροφόρησε ότι ο mister x είχε ξυπνήσει. Ο σφιγμός της πήρε να χτυπά τρελά. «Πού πήγε όλη η αυτοπεποίθησή σου βρε κορίτσι μου;» μάλωσε τον εαυτό της. «Ψυχραιμία!».
          «Καλημέρα» ο δράκος δεν έδειχνε και τόσο δράκος στο φως της μέρας. «Καλημέρα» του αποκρίθηκε αμήχανη. «Θες καφέ;». Του γέμισε ένα φλιτζάνι δίχως να περιμένει απάντηση. Εκείνος το πήρε στα χέρια του και κάθησε κοιτώντας το πάτωμα, λες και κάτι πολύ ενδιαφέρον διαδραματίζονταν κει χάμω. Εκείνη αναθάρρησε, άρχισε να παίρνει τα πάνω της. «Ξέρεις, απόψε…» κίνησε να πει. «Ναι ξέρω, είχαμε πιεί κι οι δυο» τη διέκοψε εκείνος, προμηθεύοντάς της τη δικαιολογία της.
          Δε μίλησε και για πρώτη φορά τον κοίταξε στα μάτια. Ούτε τόσο γελοίος ήταν τελικά… Μάλιστα δεν ήταν καθόλου άσχημος! Η Νέλλυ ένιωσε παράξενα σαν την πλησίασε απλώνοντας τα χέρια του προς τα δικά της. «Τώρα όμως είμαστε ξεμέθυστοι…» της είπε κοιτώντας τη με νόημα, αλλά διόλου χυδαία. Οι ξεχασμένοι χυμοί του κορμιού της την εξέπληξαν ευχάριστα σαν τους ένιωσε να πλημμυρίζουν τον κόλπο της. «Πόσο καιρό έχω να κάνω έρωτα στ’ αλήθεια;» αναρωτήθηκε καθώς ανταποκρίνονταν στο γλυκό δισταχτικό φιλί του.               

15-8-1993
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
(Μετάφραση κι ελεύθερη απόδοση από το ιταλικό κείμενο 26-11-2013)

Παρασκευή 3-11-….
            Αυτός λέει πως τα άλλα όλα είναι κλειδιά του γραφείου! Μπορεί να’ ναι κι έτσι… Πάντως, ενώ αυτός έβλεπε τηλεόραση χθες τ’ απόγευμα, εγώ πήγα κι έβγαλα αντικλείδια για όλα, ένα-ένα, εκτός από τα κλειδιά του σπιτιού φυσικά. Αυτή τη φορά αποφάσισα να δράσω στ’ αλήθεια, είμαι αποφασισμένη να ανακαλύψω τι παιγνίδι μου παίζει, να τον πιάσω στα πράσα. Βαρέθηκα τα ψέματά του, βαρέθηκα να υποφέρω βουλιάζοντας στις αμφιβολίες μου…
            Έτσι όταν αυτός μου είπε το αναμενόμενο «εγώ πάω σινεμά», κατά τις πέντε το απόγευμα σήμερα, δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο να παριστάνω, αυτή τη φορά, τη θυμωμένη. Όποτε λέει ότι πάει σινεμά αυτή την ώρα εννοεί πως πάει σε τσόντα, γι’ αυτό εγώ αποκλείεται να πάω μαζί του… «Δεν είναι περιβάλλον για γυναίκες» μου’ πε κανα δυό φορές που επέμεινα. Έτσι σχεδόν κάθε Παρασκευή μ’ αφήνει εδώ μόνη, αηδιασμένη, θυμωμένη, ανήμπορη, δυστυχισμένη…
            «Πήγαινε όπου θες, εγώ πάω στη Μόνικα.» είπα με σφιγμένα χείλη και βγήκα πρώτη κλείνοντας την πόρτα με θόρυβο. Τον περίμενα στη γωνία, στο τέλος του δρόμου μας, από όπου αναγκαστικά θα περνούσε για να βγει στον κεντρικό. Πήρα και το ποδήλατο. Μετακινούμαστε πάντα με το ποδήλατο στην πόλη και ήλπιζα να μην πάρει το αυτοκίνητο αυτή τη φορά. Αυτός όμως με διέψευσε εντελώς: βγήκε με τα πόδια και κατευθύνθηκε στη στάση του λεωφορείου! Ε, βέβαια, το ποδήλατο και το αμάξι είναι αναγνωρίσιμα… Ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να τα δει εκεί που εσύ κάνεις τις βρωμοδουλειές σου…. Έτσι επέστρεψα άπραγη… Δεν μπορούσα βέβαια να τρέχω πίσω από το λεωφορείο! Την επόμενη φορά όμως θα σου δείξω εγώ…..

Παρασκευή 10-11….
            Αυτή τη φορά βγήκα νωρίτερα εγώ, λέγοντας πως πάω στη βιβλιοθήκη. «Είναι η μέρα που συνήθως πάει σινεμά, για να δούμε….» σκέφτηκα. Έφτασα με το ποδήλατο στην αφετηρία του λεωφορείου, με την ελπίδα ότι αυτός δε θα κατέβαινε σε κάποια ενδιάμεση στάση. Αλλά η τύχη ήταν με το μέρος μου, τον είδα να κατεβαίνει και να κατευθύνεται σ’ έναν από τους δυο-τρεις κινηματογράφους για ενηλίκους που υπάρχουν στην περιοχή. Τον ακολούθησα με το ποδήλατο στο χέρι, κρυβόμενη πίσω από τους περαστικούς, γεμάτη ταραχή… Δεν είμαι συνηθισμένη να παριστάνω τον Sherlock Holms! Όταν όμως τον είδα να φτάνει στο σινεμά και να τον προσπερνάει μου λυθήκαν στ’ αλήθεια τα γόνατα… Οι χειρότερες προβλέψεις μου άρχισαν να επαληθεύονται και αυτή τη φορά είμαι αποφασισμένη να φτάσω μέχρι την άκρη του νήματος.
            Τώρα πια δεν υπήρχε τόσος κόσμος ώστε να με καλύπτει. Έτρεξα με το ποδήλατο στον πρώτο παράλληλο δρόμο κι ακολούθησα την ίδια κατεύθυνση με κείνον. Σε κάθε γωνία περίμενα να τον δω να περνάει, εκείνος με τα πόδια ήταν βέβαια πιο αργός από μένα. Στην τέταρτη γωνία δεν τον ξαναείδα. Με προσοχή και την αγωνία μου να κορυφώνεται πλησίασα στο δρόμο του. Άφαντος! Σίγουρα μπήκε σε κάποιο από κείνα τα σπίτια. Ανατρίχιασα. Τώρα που έβλεπα τις υποψίες μου να επιβεβαιώνονται δεν ήθελα να το πιστέψω. Όταν του τις εξέθετα μου’ λεγε «Και πότε να σε απατήσω βρε κουτό; Όποτε δεν είμαι στη δουλειά είμαι πάντα μαζί σου… Η μόνη στιγμή που κρατώ για μένα είναι όταν πάω κανένα σινεμά!». Ναι ο καημένος!!!  Ακριβώς όπως σήμερα…. Κι όταν σκέφτομαι τις σκηνές ζήλιας που μου κάνει κάθε τόσο, την κτητικότητά του απέναντί μου… Πώς τολμάει το κτήνος; Άρχισα να φουντώνω και να ιδρώνω από τα νεύρα μου, παρ’ όλο το κρύο.
            Έμεινα εκεί να περιμένω και σε λίγο μ’ έπιασε ρίγος. Αν τουλάχιστον είχα το αυτοκίνητο ή αν υπήρχε κανένα καφέ εκεί τριγύρω… Αλλά τίποτα. Αιώνες μετά βγήκε από το νούμερο 42. Μόνος. Πήρε το δρόμο της επιστροφής. «Σ’ άρεσε η… ταινία αγάπη μου;;;». Παλιομαλάκα. Έφυγα κι εγώ για να φτάσω πριν απ’ αυτόν στο σπίτι και να τον υποδεχτώ με ανοιχτές αγκάλες. Πόσο δύσκολο να προσποιούμαι ότι δεν τρέχει τίποτε! Υπομονή ως την επόμενη εβδομάδα.
Είμαι τόσο χολωμένη, τυφλωμένη από το θυμό μου, αλλά συγχρόνως νιώθω κι ένα είδος ανακούφισης σχεδόν ικανοποίησης γιατί ήθελε να με περνάει για ηλίθια, έτσι τον βόλευε… Όμως είχα δίκιο εγώ! Σκέφτομαι όλες τις φορές που αρνούμαι να εμπιστευτώ τον εαυτό μου και τη διαίσθησή μου για να πιστεύω τους άλλους. Πόσο μαλάκας παίζει να’ μαι! Ένας πόνος διαπεραστικός, σχεδόν σωματικός ανεβαίνει από το στήθος μου και μου σφίγγει το λαιμό. Η ζωή μου, όλος ο κόσμος μου έχει κομματιαστεί. Και τώρα τι θα κάνω; Όμως δε θέλω να σκέφτομαι τίποτε, δε θέλω να σκεφτώ ακόμη το μέλλον. Πρώτα πρέπει να φέρω σε πέρας την αποστολή μου.

Σάββατο 18-11….
Χθες ξαναπήγα στην πολυκατοικία με τον αριθμό 42 και τον περίμενα κρυμμένη κάτω από τη σκάλα. Ανέβηκε με το ασανσέρ στο δεύτερο όροφο. Δεν είχε νόημα να περιμένω κι έτσι έφυγα κι επέστρεψα εκεί σήμερα το πρωί. Στο δεύτερο όροφο υπήρχε μόνο ένα διαμέρισμα χωρίς όνομα. Χτύπησα το κουδούνι κι αφού δεν απάντησε κανείς δοκίμασα τα κλειδιά. Λοιπόν είχα δίκιο: το τρίτο κλειδί του…γραφείου άνοιξε την πόρτα της ερωτικής φωλίτσας! Ο φόβος μου ότι το σπίτι μπορεί να κατοικούνταν από την εν λόγω «κυρία» αποδείχτηκε αβάσιμος μόλις μπήκα. Είναι φανερό ότι ανήκει στον ίδιο. Ποιος ξέρει πόσες πουτάνες έχει μπάσει εκεί μέσα ο μπάσταρδος.
Το διαμέρισμα αποτελείται από ένα δωμάτιο, κουζινάκι και μπάνιο. Ότι πρέπει… Υπάρχει και μια μικρή αποθήκη, θα μου φανεί χρήσιμη την επόμενη φορά… Όλα τακτοποιημένα, το κρεβάτι στρωμένο – μη ξεράσω- είχε κι ένα μικρό γραφείο. Έψαξα στα συρτάρια του και βρήκα φωτογραφίες: διάφορες γυναίκες άγνωστες, αλλά και κάποιες γνωστές. Σε μία μοστράρεται αγκαλιά με κείνη την κοπέλα που του κανε τα γλυκά μάτια πέρσι στη θάλασσα και μ’ έκανε να πεθαίνω από τη ζήλια μου… Το καθίκι! Δεν έχασε ευκαιρία! Αυτό όμως που με σοκάρισε περισσότερο απ’ όλα ήταν κάποιες ημίγυμνες φωτογραφίες της Αθηνάς και της Σοφίας. Ωραίες φίλες! Άμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς;;; Βγήκα από εκεί σα μεθυσμένη. Με πονοκέφαλο. Άλλο ένα κομμάτι της ζωής μου διαλύθηκε μπροστά στα πόδια μου. Οι πεποιθήσεις μου, οι αξίες μου, η αγάπη, η φιλία, η εμπιστοσύνη… όλα μπούρδες. Δεν υπάρχει τίποτε. Δεν αξίζει τίποτε. Είμαι μόνη ανάμεσα σε θηρία. Να γιατί καμιά τους δεν μου άνοιγε τα μάτια.. Ποιος ξέρει και οι υπόλοιπες…. Ο μόνος αξιόπιστος άνθρωπος στον κόσμο είμαι εγώ τελικά; Τι ερημιά!

Παρασκευή 24-11-…
Τελείωσαν όλα. Σήμερα πήγα στο …συνηθισμένο μας ραντεβού πολύ νωρίτερα. Του’ χα πει ότι θα δουλέψω και τ’ απόγευμα. Είχα μαζί μου και τη φωτογραφική μηχανή – πιστόλι έπρεπε να’ χω… Μόλις άκουσα το ασανσέρ κρύφτηκα στο αποθηκάκι. Από τη χαραμάδα την είδα. Άγνωστη, διόλου άσχημη, μακριά μαλλιά – το φετίχ του τα μακριά μαλλιά… Μπήκε κατευθείαν στο ντουζ, μετά κοιτάχτηκε για λίγο γυμνή στον καθρέφτη και ξαναντύθηκε… που λέει ο λόγος: φόρεσε ένα μισοδιάφανο κοντό πράγμα, κάλτσες μαύρες με ζαρτιέρες…  Σίχαμα. Πάγωσα όταν άκουσα το κλειδί. Είναι αυτός, είναι πράγματι αυτός. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, της χαμογελά. Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μου: ο δικός μου άντρας αγκαλιά με μια άλλη γυναίκα. Τα μάτια μου βουρκώσαν. Δεν αντέχεται, είναι απάνθρωπο αυτό που κάνω στον εαυτό μου. «Κουράγιο» μου είπα όμως. «Πρέπει να το αντέξεις, μόνο έτσι θα γιατρευτείς απ’ αυτόν. Πρέπει να τον σιχαθείς!».
Μέχρι εκείνη τη στιγμή εξακολουθούσα να διατηρώ μια μικρή αμφιβολία. Κόντρα σε κάθε λογική, κόντρα στο προφανές. Υπάκουα μόνο στη λογική της καρδιάς, στην επιθυμία μου, στην ανάγκη μου να κάνω λάθος. Ηλίθια! Ο πόνος είναι απερίγραπτος. Νιώθω να διαλύομαι, να εκμηδενίζομαι, να μην υπάρχω πια. Έμεινα εκεί ακίνητη να τους κοιτώ ενώ έκαναν έρωτα. Πόση απίστευτη δόση μαζοχισμού πρέπει να υπάρχει μέσα μου….  Όμως μόλις τελείωσαν όλα άλλαξαν για μένα: δεν αισθανόμουν  πια τίποτε. Ένιωθα θωρακισμένη. Όποιος αγγίξει τον πάτο δεν μπορεί να πάει παρακάτω! Μπορεί μόνο να ξανανέβει.
Βγήκα από την κρυψώνα μου χειροκροτώντας. «Ωραίο θέαμα! Ευχαριστώ! Επιτέλους μπόρεσα να δω κι εγώ μια τσόντα…». Έμειναν καρφωμένοι στη θέση τους με μάτια και στόματα ορθάνοιχτα. Είναι αηδιαστικό! Τη φωτογραφική μηχανή ούτε που σκέφτηκα να τη χρησιμοποιήσω… Δε χρειάζονταν ν’ αποθανατίσω τις αποδείξεις μου… Αρκεί που χώρεσαν επιτέλους στο μυαλό μου.
Κατέβηκα απ’ τις σκάλες σχεδόν κουτρουβαλώντας… Ένιωθα την αηδία κολλημένη πάνω μου. Μόλις που πρόλαβα να βγω από την πολυκατοικία και ξέρασα.. Εκεί στη μέση του δρόμου. Μαζί με τα ξερατά μου τον έβγαλα κι αυτόν από μέσα μου. Για πάντα. Νιώθω απελευθερωμένη. Τώρα νιώθω δυνατή, θεϊκή,  τίποτε δεν μπορεί να με αγγίξει πια. Επιτέλους είμαι εγώ, ξαναβρήκα τον εαυτό μου, το μόνο άνθρωπο που μπορώ να εμπιστευτώ πραγματικά, το μόνο άνθρωπο στον οποίο μπορώ να βασιστώ. Τώρα μπορώ να σκεφτώ και το μέλλον…

 

ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ       22-10-13


Ο Στρατής μπήκε σκυθρωπός στην ταβέρνα.. Η γκρίζα του φόρμα  χιλιοφορεμένη, χιλιολερωμένη, έπλεε πάνω στο λιπόσαρκο κορμί του. Μόλις είχε σχολάσει από τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά και πέρασε να πιει ένα ποτηράκι πριν γυρίσει στο σπιτικό του, όπως κάθε βράδυ. Απόψε όμως είχε κι άλλο λόγο: τα πόδια του δε βαστούσαν να γυρίσει σπίτι… Έτρεμε αυτό που ίσως θ’ αντίκριζε: η κατάσταση της γυναίκας του είχε επιδεινωθεί τελευταία - η όψη της κίτρινη σα πεθαμένης ήταν το πρωί – κι όλη μέρα ο Στρατής δούλευε με το φόβο πως  από στιγμή σε στιγμή θα’ ρχονταν κάννας γείτονας να τον φωνάξει…
Η θέα του γνωστού σκοτεινού χώρου, η βαρειά μυρωδιά κι ο υγρός αέρας, σα να τον ξύπνησαν από λήθαργο. Μπροστά στα βαρέλια πού’ ταν αραδιασμένα στον απέναντι τοίχο, γύρω από’ να ξεχαρβαλιασμένο ξύλινο τραπέζι, κάθονταν όλη η παλιοπαρέα. Μαζί από παιδιά, χάρηκαν παιγνίδια ξυπόλητοι στις αλάνες, μοιράστηκαν σκανταλιές και σφαλιάρες, γεύτηκαν πίκρες κι έρωτες… Κι αργότερα, σαν τους απορρόφησαν μεροδούλι κι οικογένεια, ξέκλεβαν κάθε βράδυ ανελλιπώς, με την ανέχεια και τις ευχές των συμβίων τους, πέντε δεκάρες και λίγο χρόνο για ένα ποτήρι κρασί και δυο κουβέντες μεταξύ τους.
Ο Νικολός κερνούσε απ’ την τσίγκινη καράφα στα γυάλινα κοντά ποτήρια το κοκκινέλι της περσινής σοδειάς. Πάνω στη λαδόκολλα καναδυό ελιές, μια λακέρδα κι ένα κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα. Ερωτηματικά τα μάτια των θαμώνων στράφηκαν στο άκουσμα της πόρτας που’ τριξε.
«Η Μαριώ;» έκανε ο Μήτρος, σαν ο Στρατής πλησίασε το τραπέζι βαρύς κι αμίλητος. Νοιάζονταν ο ένας για τον άλλο, ξομολογιόταν τις λίγες χαρές και τα πολλά φαρμάκια τους, αλλά πέρα απ’ αυτό τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Κι εκεινού η ζωή πιο σκληρή κι απ’ τις πέτρες που’ σπαγε ολημερίς στο λατομείο, όπως κι όλων των άλλων εκεί….
Πέντε ζευγάρια μάτια, όλο προσμονή κι αγωνία, είχαν καρφωθεί πάνω στο Στράτο. Η Μαριώ! Το Μαριώ του! «Τον πολεμάει ακόμα τον κερατά!»  είπε και τα δικά του μάτια  γίνηκαν μια σχισμή… «Πάντα της αγωνίστρια η Μαριώ!» αποφάνθηκε ο Γιάννος. «Ακόμη από τότε… Θυμάσαι Στρατή; Όταν τις κάναμε καντάδα, μια στη δικιά σου και μια στη δικιά  μου… κείνο το βράδυ που μας την είχε στημένη με το δίκαννο ο πατέρας της;». Χαμογέλασαν κι οι δυο στη θύμηση και η παρέα τους μιμήθηκε. «Θυμάσαι; Και τότε ακόμα, μια σταλιά κορίτσι, πώς πετάχτηκε κι εκείνη έξω στο δρόμο, με τα άσπρα  της νυχτικά ν’ ανεμίζουν, και του λέει εγώ τούτον θέλω, ή μου τον δίνεις ή στρέψε το τουφέκι σου σε μένα!».
Τώρα τα μάτια του Στράτου καρφώθηκαν ονειροπόλα στο κενό. Ξανάβλεπε τη Μαριώ του ψηλή, δυναμική κι αγέρωχη.. Ξανάβλεπε τον άγγελο που’ ρθε να δώσει φως στη ζωή του με το λαμπερό του χαμόγελο. Την αγωνίστρια  που πάλευε ολημερίς στη φάμπρικα  και τα βράδια έχυνε τα μάτια της στο βελόνι ξενοκεντώντας, για ν’ αναστήσουν τα δυο τους παιδιά, ενώ με τις κλωστές που περίσσευαν στόλιζε και το δικό τους  σπιτικό. Στα  μαγικά της δάχτυλα ζωντάνευαν άψυχα κομμάτια από ταπεινό πανί. ενώ παλιοί γκαζοτενεκέδες μετατρέπονταν σε κατακόκκινες γλάστρες, με πολύχρωμα λουλούδια, αραδιασμένες  στον έξω τοίχο του σπιτιού. Έλαμπε από πάστρα κι ομορφιά το φτωχικό τους κι έλαμπε κι η ζωή τους απ’ το χαμόγελο και την καλή της την καρδιά. «Είχε πάντα ένα καλό λόγο για όλους, όλη η γειτονιά σε κείνη αναζητούσε συμβουλή και παρηγοριά…» συμπλήρωσε ο Κωσταντής.
 «Και τώρα ιδρώνει πάνω σ’ ένα στρώμα με τα μάτια κλειστά, δίχως να μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη…. Γιατί σ’ αυτήν; Τι θα κάνω χωρίς το Μαριώ μου; Τα παιδιά μου τι θ’ απογίνουν;»… Ο Στράτος έσφιξε τις γροθιές του. Τα μάτια του χαράχτηκαν από κόκκινες μικρές φλέβες και μια βαθιά ρυτίδα σχηματίστηκε ανάμεσά τους. Τα χέρια των φίλων του απλώθηκαν πάνω του, αλλά δεν πρόλαβαν ν’ αγγίξουν τους ώμους του. Με μια κίνηση του κορμού του τ’ απέτρεψε ενώ συγχρόνως η κλειστή του γροθιά υψώθηκε για να ξαναπέσει με θόρυβο επάνω στο τραπέζι. Ελιές, λακέρδες και ποτήρια με κρασί τινάχτηκαν στον αέρα, σπασμένα γυαλιά σκορπίστηκαν στο πάτωμα… Η γροθιά υψώθηκε ξανά για να συναντήσει αυτή τη φορά την σκληρή ξύλινη επιφάνεια του ενός κρασοβάρελου και να την βάψει με το αίμα των δαχτύλων του. Ασυναίσθητα ο Στράτος κάλυψε το δεξί με το αριστερό του χέρι, για να το παρηγορήσει θαρρείς, κι ευθύς, λες και το τράνταγμα ή ο σωματικός πόνος του ανακάτεψε τα μέσα του και του θύμισε ποια είναι η πρέπουσα αντίδραση στον πόνο της ψυχής, κατέρρευσε στην καρέκλα και με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια ξέσπασε σε τρανταχτούς λυγμούς.
Ο ταβερνιάρης έσπευσε με μια σκούπα να μαζέψει τα τσαγκλιά απ’ το πάτωμα ενώ οι φίλοι του, με τα κεφάλια σκυφτά, πάλευαν να κρύψουν τα βουρκωμένα τους μάτια και την ανταριασμένη τους ψυχή. Στο τραπέζι ξαναεμφανίστηκαν ταχύτατα έξι ποτήρια κι ο Νικολός κέρναγε ξανά με την τσίγκινη κανάτα. Δίχως να τσουγκρίσουν, τι θα μπορούσαν άλλωστε να ευχηθούν χωρίς να κοροϊδεύονται, έφεραν όλοι τα ποτήρια τους στα χείλη, ίσα για να ξεπλύνουν την πίκρα, που τα’ χε λεκιάσει…
 Έτσι, αμίλητους και σκοτεινούς, τους βρήκε το παιδί, όταν με χέρια τρεμάμενα άνοιξε του καπηλειού την πόρτα κι έτρεξε κλαίγοντας για να χωθεί στην αγκαλιά του Στράτου…  


No comments:

Post a Comment